- νειλοφράκτης
- οφράγμα τοποθετημένο κάθετα προς το ρεύμα τού ποταμού Νείλου, στα σημεία που είναι απότομος ο ρους, για να συγκρατεί τα ύδατα και να προφυλάσσει από πλημμύρες, ιδίως κατά την περίοδο που υψώνεται η στάθμη τού ποταμού.
Dictionary of Greek. 2013.